- προάναρχε
- προάναρχε , πρό , ἀνά-ἄρχωto be firstpres imperat act 2nd sgπροάναρχε , πρό , ἀνά-ἄρχωto be firstimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προάναρχος — ον ΜΑ αυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῡ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.). επίρρ... προανάρχως (Μ) πριν από κάθε αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»] … Dictionary of Greek